Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Πρέπει να λέμε την αλήθεια...

Πρέπει να λέμε την αλήθεια

Οι γραμμές αυτές απευθύνονται, πρώτα, σ' αυτούς που δάκρυσαν από χαρά το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου και από συγκίνηση την επομένη, για το προσκύνημα στο Σκοπευτήριο.

Σ' αυτούς που έλπισαν εκείνες τις πρώτες αισιόδοξες μέρες του Φεβρουαρίου ότι θα γίνουν λίγα βήματα μπροστά. Ότι η αριστερή κυβέρνηση θα τον ξορκίσει επιτέλους τον Φλεβάρη τον μήνα τον πικρό, που ξυπνά μαύρες μνήμες και φαντάσματα εβδομήντα χρόνια τώρα από τον Φλεβάρη του '45.

Δεν κράτησε πολύ όμως η ελπίδα. Με την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 η ιστορία της αριστεράς σημαδεύτηκε ξανά από το αποτύπωμα του πικρού Φλεβάρη.

«Πρέπει να λέμε την αλήθεια...» μάθαμε από τους ποιητές μας. Να λέμε σκοτάδι το σκοτάδι, να λέμε λύκους τους λύκους. Όχι εταίρους. Ο Γιούνκερ, ο εκπρόσωπος των λύκων τοκογλύφων χλεύασε τον ελληνικό λαό με όλον τον κυνισμό του νεοαποικιοκράτη: «Είναι υψηλό το επίπεδο διαβίωσης των μισθωτών και συνταξιούχων στην Ελλάδα», είπε. Αυτή είναι η λογική των μνημονίων: Μισθοί και συντάξεις Βαλκανίων.

Σε αυτή τη λογική υποτάχθηκε η κυβέρνηση στις 20 Φεβρουαρίου. Κάτω από τις τρομακτικές πιέσεις των ξένων και των εγχώριων γκάνγκστερς δέχτηκε την μνημονιακή θηλιά στο λαιμό και από τότε οι οικονομικοί δολοφόνοι την σφίγγουν μέχρι την ασφυξία. Μέχρι να ενσωματώσουν πλήρως την κυβέρνηση στην μνημονιακή στρατηγική της λιτότητας, μέχρι να την εξοντώσουν, να την ταπεινώσουν τελείως, να την κάνουν αρνητικό παράδειγμα.

Πρέπει να λέμε την αλήθεια. Έναν μονάχα μήνα μετά τις εκλογές η αριστερή κυβέρνηση, σαν έτοιμη από καιρό, παρέδωσε τη λαϊκή εντολή κατά της λιτότητας, έδωσε γην και ύδωρ. Υπέγραψε την Δανειακή Σύμβαση, αποδέχτηκε όλους τους όρους της (τρόικα, αξιολογήσεις, μηνόνιο, παραίτηση από την ασυλία λόγο εθνικής κυριαρχίας κ.λ.π.) που οργανώνουν την αποικιακή σχέση.

Αναγνώρισε το χρέος. Τη βιωσιμότητα και την εξυπηρέτησή του με κάθε κόστος σε όρους κοινωνικού πόνου. Αποδέχτηκε την αφαίμαξη της χώρας από κάθε πόρο που είναι ζωτικά απαραίτητος για την έξοδο από την κρίση.

Πρώτη φορά η αριστερά αποδέχτηκε το απεχθές χρέος. Το απεχθές ως προς τον χαρακτήρα του (διαφθορά, βλάβη των λαϊκών συμφερόντων, σύναψή του χωρίς τη λαϊκή συγκατάθεση, και με πλήρη επίγνωση από την πλευρά των δανειστών). Το απεχθές χρέος ως προς την προέλευσή του, μια και συνάφθηκε για να καλύψει τα ελλείμματα που προκάλεσε η φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου και του πλούτου.

Και ακόμα χειρότερα, από τη στιγμή που η αριστερή κυβέρνηση εξυπηρετεί αυτό το χρέος σε βάρος της εργασίας και των φτωχών (αύξηση του Φ.Π.Α., περιστολή των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών) παράγει πλέον η ίδια ένα νέο κοινωνικά απεχθές χρέος.

Στις 20 Φεβρουαρίου, επιπλέον, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τις ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσα από το ίδιο αμαρτωλό ΤΑΙΠΕΔ.

Πρέπει να λέμε την αλήθεια. Η 20η Φεβρουαρίου ήταν μια παράδοση άνευ όρων. Γι αυτό και τώρα η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαπραγματευτεί κανέναν όρο παρά μόνο τη χρονική κατανομή των επώδυνων αντιλαϊκών μέτρων. Οι εκκλήσεις της στην καλή θέληση των δανειστών και η επίκληση νόμων ηθικής και δικαίου δεν έχουν κανένα νόημα. Οι διεθνείς σχέσεις είναι αντιπαράθεση συμφερόντων και ισχύος, και ο ανελέητος εχθρός θα απαντά σε τέτοιες εκκλήσεις με τα λόγια του Πομπήιου απέναντι στους εκπροσώπους των πόλεων – κρατών που θα λεηλατούσε, με τα λόγια των κατακτητών όλων των αιώνων: «Τι μου μιλάτε για νόμους, όταν κρατώ σπαθί;».

Οι δικοί μας εκπρόσωποι δεν χρησιμοποίησαν κανένα σπαθί, κανένα από τα όπλα που διέθεταν και που ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής αστάθειας θα μπορούσαν να αποδειχτούν αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, την άμεση προσφυγή τότε στο λαό. Ή την αναστολή πληρωμής του χρέους, όπως προβλέπει η σχετική χάρτα του Ο.Η.Ε., που προτάσσει την υπηρέτηση των βασικών βιοτικών αναγκών του λαού απέναντι στην εξυπηρέτηση των δανειστών. Όλα τα όπλα που είναι αναγκαία για την κοινωνική σωτηρία, αν υπάρχει τέτοιος σχεδιασμός, με σοβαρή και μελετημένη χρήση τους, και όχι ως άτεχνες μπλόφες απέναντι σε πολύπειρους και άριστα πληροφορημένους νεοαποικιοκράτες. Οι οποίοι τις αντιμετωπίζουν πια με καγχασμούς «ουαί τοις ηττημένοις».

Υπάρχουν όμως ήττες τακτικής και ήττες στρατηγικής. Ηττημένος δεν είναι όποιος υποχωρεί προσωρινά μπροστά στη λυσσαλέα επίθεση, αρκεί να το κάνει απλώς για να πάρει δυνάμεις για την αναμέτρηση στη συνέχεια. Ο λαός έχει την ωριμότητα να καταλάβει έναν αναγκαίο τακτικό ελιγμό, φτάνει ο στρατηγικός προσανατολισμός να παραμένει ο ίδιος: Η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων και η προτεραιότητα των λαϊκών αναγκών.

Ηττημένος είναι εκείνος που έχει υποταχθεί και έχει αποδεχτεί τα πάντα, που αντί για τακτική στροφή έκανε στρατηγική αναστροφή, και επιπλέον μασκαρεύει την πραγματικότητα, βαφτίζοντας νίκη την κραυγαλέα ήττα και επιτυχία την καταφανή πανωλεθρία. Η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει πλέον τους στρατηγικούς της στόχους: Την άρνηση της λιτότητας, την αμφισβήτηση της κοινωνικής ανισότητας. Έχει παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες την παραγωγική ανασυγκρότηση και την οικονομική αυτοδυναμία. Επέλεξε την εξουσία για την εξουσία, τη διαχείριση της κρίσης με πιο φιλολαϊκό απλώς πρόσωπο.

Η συμφωνία που θα υπογραφεί σε λίγες μέρες θα πιστοποιήσει αυτή τη στρατηγική υποχώρηση. Μια συμφωνία που θα είναι απλώς το προοίμιο του τρίτου μνημονίου, το ίδιο φαρμακερού με τα δύο προηγούμενα και στην ίδια κατεύθυνση: Να πληρώσει ο λαός με την ακραία υποτίμηση της ζωής του την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να αποτελεί το πειραματόζωο της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης στη διαδικασία επαναποικιοποίηση των περιφερειακών χωρών.

Ο ελληνικός λαός έχει κάθε λόγο να νιώθει προδομένος. Το νέο μνημόνιο θα το υπογράψει στο όνομά του μια κυβέρνηση που εκλέχθηκε για να σκίσει τα μνημόνια και να διαγράψει το χρέος, αλλά διέγραψε μόνο τις κόκκινες γραμμές και τις δεσμεύσεις της. Αθέτησε, πρόδωσε είναι η σωστή λέξη, το πρόγραμμα και τις αρχές της.

Αυτός ο ενδοτισμός της κυβέρνησης τσακίζει την ελπίδα της συντριπτικής πλειονότητας της κοινωνίας και συνθλίβει ακόμα περισσότερο το λαϊκό ψυχισμό. Βαθαίνει το ρήγμα στη λαϊκή συνείδηση με ηθικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου, με κίνδυνο να μεταφραστεί αυτό σε όρους απέχθειας στην πολιτική, αποστρατείας και παραίτησης.

Αυτή η ώρα είναι ώρα περισυλλογής. Τώρα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται μια κοπερνίκια στροφή στη σκέψη μας, που έχει διαποτιστεί από τη «φυσική» αναγκαιότητα των σωτήρων που θα αναλάβουν αντί για μας τις δικές μας τύχες. Τώρα περισσότερο από ποτέ οφείλουμε να σκεφτούμε ότι ποτέ και τίποτα δεν μας χαρίστηκε, ότι όλα όσα θεωρούσαμε αυτονόητα δικαιώματα δεν ήταν παρά κατακτήσεις μακρόχρονων και σκληρών αγώνων. Με τη μνήμη αυτών των αγώνων οφείλουμε να επανασυνδεθούμε και να ξαναμάθουμε να συλλαβίζουμε τα ονόματα – προσευχές, τα απαραίτητα σημεία αναφοράς και έμπνευσης σ' αυτούς τους χαλεπούς καιρούς.

Οι γραμμές αυτές απευθύνονται σε όσους αρνούνται να μείνουν παθητικοί θεατές στην καταστροφή, όσους αρνούνται τη μοίρα του αυτόδουλου, του σύγχρονου ραγιά σε μια νεοαποικία. Οι λαοί που βλέπουν να απειλείται στρατηγικά η ίδια η υπόστασή τους έχουν το ιερό και απαράγραπτο δικαίωμα στην αντίσταση. Αντίσταση που θα είναι τελεσφόρος μόνο με την συσπείρωση όλων των ζωντανών λαϊκών δυνάμεων, μόνο με τη συνάρθρωσή τους σε ένα ευρύ μέτωπο πολύμορφης δράσης. Πιο ώριμοι πλέον, δίχως αυταπάτες και πίστη σε μεσσίες. Γιατί «Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια. Τηνε παίρνουν με τα δικά τους χέρια, μοναχοί!».

Δημήτρης Κουφοντίνας
3/6/2015
Φυλακές Δομοκού
(Σε καθεστώς κράτησης Γ' τύπου)

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Εφημερίδα των συντακτών...

«Πριν από δύο χρόνια σαν σήμερα, τρεις δημοσιογράφοι και εγώ εργαζόμασταν πυρετωδώς σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Χονγκ Κονγκ περιμένοντας να δούμε πώς θα αντιδρούσε ο κόσμος στην αποκάλυψη ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) κατέγραφε σε αρχεία σχεδόν κάθε τηλεφωνική κλήση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τις μέρες που ακολούθησαν εκείνοι οι δημοσιογράφοι και άλλοι δημοσιοποίησαν έγγραφα, τα οποία αποκάλυπταν ότι δημοκρατικές κυβερνήσεις παρακολουθούσαν τις ιδιωτικές δραστηριότητες απλών πολιτών που δεν είχαν κάνει τίποτα κακό.
Εντός ολίγων ημερών η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντέδρασε με την απαγγελία κατηγοριών εναντίον μου με βάση νόμους κατά της κατασκοπίας από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δημοσιογράφοι ενημερώθηκαν από δικηγόρους πως κινδύνευαν με σύλληψη ή παραπομπή σε δίκη, αν επέστρεφαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολιτικοί έσπευσαν να καταδικάσουν τις προσπάθειές μας ως αντιαμερικανικές, ακόμα και προδοτικές.
Ιδιωτικά υπήρξαν στιγμές που ανησύχησα ότι ενδεχομένως είχαμε διακινδυνεύσει τις προνομιούχες ζωές μας για το τίποτε – πως το κοινό θα αντιδρούσε με αδιαφορία ή κυνισμό στις αποκαλύψεις.
Ποτέ δεν χάρηκα περισσότερο που είχα κάνει τόσο πολύ λάθος.
Δύο χρόνια αργότερα, η διαφορά είναι πρόδηλη. Μέσα σε μόνο ένα μήνα το επιθετικό πρόγραμμα παρακολουθήσεων της NSA κηρύχθηκε παράνομο από τα δικαστήρια και καταγγέλθηκε από το Κογκρέσο. Επειτα από έρευνα του Λευκού Οίκου, που κατέληξε πως αυτό το πρόγραμμα δεν είχε αποτρέψει ούτε μία τρομοκρατική ενέργεια, ακόμα και ο πρόεδρος, ο οποίος κάποια στιγμή υπερασπίστηκε την ορθότητά του και επέκρινε την αποκάλυψή του, έχει τώρα δώσει εντολή για τον τερματισμό του.
Αυτή είναι η δύναμη ενός ενημερωμένου κοινού.
Το τέλος της μαζικής παρακολούθησης των ιδιωτικών τηλεφωνικών κλήσεων με βάση τον Πατριωτικό Νόμο (Patriot Act) των ΗΠΑ είναι μια ιστορική νίκη για τα δικαιώματα κάθε πολίτη, αποτελεί όμως μόνο την τελευταία συνέπεια μιας αλλαγής στην παγκόσμια συνειδητοποίηση. Από το 2013 θεσμοί ανά την Ευρώπη έχουν κρίνει παράνομους παρόμοιους νόμους και πρακτικές και έχουν επιβάλει νέους περιορισμούς σε [παρεμφερείς] μελλοντικές δραστηριότητες.
Τα Ηνωμένα Εθνη κήρυξαν τη μαζική παρακολούθηση ως μια αδιαμφισβήτητη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη Λατινική Αμερική οι προσπάθειες πολιτών της Βραζιλίας οδήγησαν στον Marco Civil, τον πρώτο Νόμο Δικαιωμάτων για χρήστες του Διαδικτύου. Αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο ενός ενημερωμένου κοινού στην επανόρθωση των καταχρήσεων μιας κυβέρνησης, το Συμβούλιο της Ευρώπης ζήτησε τη θέσπιση νέας νομοθεσίας που θα αποτρέπει τη δίωξη όσων αποκαλύπτουν ευαίσθητες πληροφορίες (whistleblowers).
Πέρα από τα όρια του νόμου, η πρόοδος επήλθε ακόμα πιο γρήγορα. Επιστήμονες τεχνολογίας έχουν εργαστεί ακούραστα για να επανασχεδιάσουν την ασφάλεια των συσκευών που μας περιβάλλουν, μαζί και τον κώδικα του ίδιου του Διαδικτύου. Κρυφές ατέλειες σε κρίσιμες υποδομές, που αξιοποιήθηκαν από κυβερνήσεις για να διευκολύνουν τη μαζική παρακολούθηση, έχουν εντοπιστεί και διορθωθεί.
Βασικές τεχνικές δικλίδες ασφαλείας, όπως η κρυπτογράφηση -πάλαι ποτέ θεωρούμενη ως απόκρυφη και περιττή-, ενεργοποιούνται τώρα αυτόματα στα προϊόντα πρωτοπόρων εταιρειών όπως η Apple, διασφαλίζοντας πως ακόμα κι αν το τηλέφωνό σας κλαπεί, η ιδιωτική σας ζωή παραμένει ιδιωτική. Τέτοιες δομικές τεχνολογικές αλλαγές μπορούν να εξασφαλίσουν την προστασία της ιδιωτικότητας πέρα από σύνορα προφυλάσσοντας τους απλούς πολίτες από την αυθαίρετη ψήφιση νόμων κατά της ιδιωτικότητας, όπως αυτοί που επιβάλλονται τώρα στη Ρωσία.
Παρότι έχουμε διανύσει έναν μακρύ δρόμο, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα -το θεμέλιο των ελευθεριών που κατοχυρώνει η Χάρτα Δικαιωμάτων (Bill of Rights) των ΗΠΑ- εξακολουθεί να απειλείται από άλλα προγράμματα και αρχές. Ορισμένες από τις δημοφιλέστερες διαδικτυακές υπηρεσίες έχουν καταχωριστεί ως εταίροι στα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης της NSA, ενώ εταιρείες τεχνολογίας πιέζονται από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να εργαστούν εναντίον των πελατών τους αντί υπέρ τους.
Δισεκατομμύρια κλήσεις και αρχεία για τη γεωγραφική θέση κινητών τηλεφώνων συνεχίζουν να υποκλέπτονται από άλλες υπηρεσίες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ενοχή ή η αθωότητα όσων πλήττονται. Εχουμε μάθει ότι η κυβέρνησή μας αποδυναμώνει σκόπιμα τη στοιχειώδη ασφάλεια του Διαδικτύου με «παραθυράκια» που μετατρέπουν ιδιωτικές ζωές σε ανοιχτά βιβλία. Τα μεταδεδομένα (metadata), που αποκαλύπτουν τις προσωπικές συναναστροφές και τα ενδιαφέροντα απλών χρηστών του Διαδικτύου, υποκλέπτονται ακόμα και παρακολουθούνται σε κλίμακα πρωτοφανή στην Ιστορία: καθώς εσείς διαβάζετε αυτό το κείμενο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σάς καταγράφει.
Εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, αρχικατάσκοποι στην Αυστραλία, τον Καναδά και τη Γαλλία έχουν εκμεταλλευτεί πρόσφατες τραγωδίες επιδιώκοντας νέες παρεμβατικές εξουσίες, παρά τις συντριπτικές αποδείξεις πως τέτοιες εξουσίες δεν θα είχαν αποτρέψει επιθέσεις. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον πρόσφατα αναρωτήθηκε: «Θέλουμε να επιτρέψουμε ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, το οποίο δεν μπορούμε να διαβάσουμε;» Γρήγορα βρήκε την απάντηση, διακηρύσσοντας πως «για πολύ καιρό υπήρξαμε μια παθητικά ανεκτική κοινωνία, λέγοντας στους πολίτες μας: όσο υπακούτε στους νόμους, θα σας αφήνουμε ήσυχους». Στο γύρισμα της χιλιετίας λίγοι φαντάζονταν ότι πολίτες αναπτυγμένων δημοκρατιών θα αναγκάζονταν σύντομα να υπερασπιστούν την έννοια της ανοιχτής κοινωνίας απέναντι στους ίδιους τους ηγέτες τους.
Κι όμως η ισορροπία δυνάμεων αρχίζει να αλλάζει. Ζούμε την ανάδυση μιας μετα-τρομοκρατικής γενιάς, η οποία απορρίπτει μια κοσμοθεωρία που καθορίζεται από μια μοναδική τραγωδία. Για πρώτη φορά μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου βλέπουμε το περίγραμμα ενός νέου πολιτικού λόγου, που απομακρύνεται από την αντίδραση και τον φόβο και ευνοεί την αποφασιστικότητα και τη λογική. Με κάθε δικαστική νίκη, με κάθε αλλαγή στη νομοθεσία, αποδεικνύουμε πως τα γεγονότα είναι πιο πειστικά από τον φόβο. Και ως κοινωνία ανακαλύπτουμε ξανά πως η αξία ενός δικαιώματος δεν βρίσκεται σε αυτό που κρύβει, αλλά σε αυτό που προστατεύει.
* Αμερικανός πρώην αναλυτής της CIA και της NSA, καταζητούμενος από τις ΗΠΑ, αυτοεξόριστος στη Ρωσία
Επιμέλεια - Μετάφραση: Βίκυ Καπετανοπούλου
Two years ago today, three journalists and I worked nervously in a Hong Kong hotel room, waiting to see how the world would react to the revelation that the National Security Agency had been making records of nearly every phone call in the United States. In the days that followed, those journalists and others published documents revealing that democratic governments had been monitoring the private activities of ordinary citizens who had done nothing wrong.
Within days, the US government responded by bringing charges against me under World War I era espionage laws. The journalists were advised by lawyers that they risked arrest or subpoena if they returned to the United States. Politicians raced to condemn our efforts as un-American, even treasonous.
Privately, there were moments when I worried that we might have put our privileged lives at risk for nothing -- that the public would react with indifference, or practiced cynicism, to the revelations.
Never have I been so grateful to have been so wrong.
Two years later, the difference is profound. In a single month, the NSA's invasive call-tracking program was declared unlawful by the courts and disowned by the Congress. After a White House investigation found that this program had never stopped a single terrorist attack, even the President who once defended its propriety and criticized its disclosure has now ordered it terminated.
This is the power of an informed public.
Ending the mass surveillance of private phone calls under the US Patriot Act is a historic victory for the rights of every citizen, but it is only the latest product of a change in global awareness. Since 2013, institutions across Europe have ruled similar laws and operations illegal and imposed new restrictions on future activities. The United Nations declared mass surveillance an unambiguous violation of human rights. In Latin America, the efforts of citizens in Brazil led to the Marco Civil, the world's first Internet Bill of Rights. Recognizing the critical role of an informed public in correcting the excesses of government, the Council of Europe called for new laws preventing the persecution of whistleblowers.
Beyond the frontiers of law, progress has come even more quickly. Technologists have worked tirelessly to re-engineer the security of the devices that surround us, along with the language of the Internet itself. Secret flaws in critical infrastructure that had been exploited by governments to facilitate mass surveillance have been detected and corrected. Basic technical safeguards such as encryption – once considered esoteric and unnecessary – are now enabled by default in the products of pioneering companies like Apple, ensuring that even if your phone is stolen, your private life remains private. Such structural technological changes can ensure access to basic privacies beyond borders, insulating ordinary citizens from the arbitrary passage of anti-privacy laws, such as those now descending upon Russia.
Though we have come a long way, the right to privacy – the foundation of the freedoms enshrined in the US Bill of Rights – remains under threat from other programs and authorities. Some of the world's most popular online services have been enlisted as partners in the NSA’s mass surveillance programs, and technology companies are being pressured by governments around the world to work against their customers rather than for them. Billions of cell-phone location records and communications are still being intercepted under other authorities without regard for the guilt or innocence of those affected. We have learned that our government intentionally weakens the fundamental security of the Internet with "back doors" that transform private lives into open books. Metadata revealing the personal associations and interests of ordinary Internet users is still being intercepted and monitored on a scale unprecedented in history: as you read this, the US government makes a note.
Outside the United States, spymasters in Australia, Canada, and France have exploited recent tragedies to seek intrusive new powers despite overwhelming evidence such authorities would not have prevented attacks. British Prime Minister David Cameron recently mused, "Do we want to allow a means of communication between people which we cannot read?" He soon found his answer, proclaiming that "for too long, we have been a passively tolerant society, saying to our citizens: as long as you obey the law, we will leave you alone." At the turning of the millenium, few imagined that citizens of developed democracies would soon be required to defend the concept of open society against their own leaders.
Yet the balance of power is beginning to shift. We are witnessing the emergence of a post-terror generation, one that rejects a worldview defined by a singular tragedy. For the first time since the attacks of September 11, we see the outline of a politics that turns away from reaction and fear in favor of resilience and reason. With each court victory, with every change in law, we demonstrate facts are more convincing than fear. And as a society, we rediscover that the value of a right is not in what it hides, but in what it protects.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Καβαλάμε και εμείς μηχανάκια...

Ο αληθής «κλοιός» της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι αυτό τούτο το κεφάλαιον. Τούτο παρουσιάζεται ως αρχή και τέλος, ως αίτιον και σκοπός της παραγωγής.

                                                                                                   (Δ.Ε. Καλιτσουνάκης)

Στην πάντα έγκυρη ανάλυσή του περί των κοινωνικών τάξεων και της σχέσης τους με τους οικονομικούς νόμους, ιδίως αυτούς που επικρατούσαν στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Καρλ Μαρξ κατέληγε πως δυνατός είναι μόνον ο κατέχων τα μέσα μαζικής παραγωγής. Ο επηρεασμός του για αυτή την αξιολογική του κρίση από «το εργοστάσιο», το κλειδί της λειτουργίας της βιομηχανικής επανάστασης, είναι εμφανής. Και, έτσι, εκβιάζει τη λύση τού αινίγματός του αναδεικνύοντας το «προλεταριάτο» ως νέον πανίσχυρο δικτάτορα και φυσικά μονοπωλιακό κάτοχο των μέσων παραγωγής. Όμως η ιστορία τον διέψευσε. Ο συλλογισμός του υπέκρυπτε δύο σφάλματα. Πρώτο, την μη προσδοκώμενη καρκινική γιγάντωση του κεφαλαίου, σε σχέση προς τους άλλους (γη και εργασία) συντελεστές της παραγωγής. Και δεύτερο, την κατάλυση του φυσικού νόμου της «προσφοράς και ζήτησης», μαζί με τις αρετές (ελευθερία, επιθυμία, ικανοποίηση ανάγκης, επιλογή) που εμπεριείχοντο στον νόμο που εκθειάζει ο Άνταμ Σμιθ.

Αλλά εκείνο που η ιστορία συνεπέφερε μαζί της στα τελευταία διακόσια χρόνια ή εμφατικά στα τελευταία εβδομήντα μεταπολεμικά είναι η απαξίωση της επανάστασης ως εξισορροποιητικού και εξυγιαντικού παράγοντα. Ως αναγεννητικής δύναμης και ως κιβωτού ελπίδας. Τα πρώτα δύο χιλιάδες χρόνια (του ιστορικού χρόνου, μέχρι το 1800 μ.Χ.) η επανάσταση εφάνταζε σαν συνώνυμο της ελπίδας, της διόρθωσης, της τιμωρίας (του κακού), ακόμη και της εκδίκησης. Ανεξάρτητα αν έφερνε ή όχι θετικά αποτελέσματα για την κοινωνική εξέλιξη, ήταν εκεί. Ως τιμωρός – έστω ως απειλή – των αδίκων, ως ελπίδα των αδικουμένων. Σήμερα; Σήμερα ξεθώριασε η λάμψη της ζείδωρης επανάστασης. Χλώμιασε και η ελπίδα.

Πολλές οι νίκες του μονεταριστικού καπιταλισμού. Αυτές τον μεθούν. Η ατιμωρησία του τοκογλύφου και η απελπισία των θυμάτων μεθούν τον άπληστο, άκριτο και επιθετικό καπιταλισμό. Τον άρπαγα και απάνθρωπο. Με εργαλεία τα δάνεια και την σε αυτά υποδούλωση ο τραπεζικός, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που είναι ο διαστροφικός νεοφιλελευθερισμός, με τις κοντόθωρες επιτυχίες ομολογουμένως του Ρηγκανο-Θατσερισμού, εγκατεστάθη στους προσχηματικούς θεσμούς του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωζώνης και απλά δυναστεύει τους φτωχούς και τους αδύνατους. Είναι ο μεθυσμένος καπιταλισμός. Με τη συσσώρευση πλούτου, και την πρωτοφανή κερδοφορία των αρπακτικών (vultures) ορνέων μιας ολιγομελούς συμμορίας του πλούτου, ο σύγχρονος μετανεωτερικός καπιταλισμός προκαλεί και απειλεί τους λαούς της γης. Ένας μεταμφιεσμένος νεοϊμπεριαλισμός, το μείγμα των τραπεζιτών και των funds, με υποχείριά τους κάποια κράτη (πρώην μιλιταριστικές οπλαποθήκες) και με στρατούς ιεροκηρύκων της «νέας θρησκείας», δεσπόζει και κυριαρχεί στον πλανήτη. Πιο ύπουλος, πιο επίμονος, πιο ταξικός και ολιγαρχικός από κάθε άλλη φορά. Δεν πορεύεται με ερπύστριες όπως παλιά (χθες), αλλά με φαιο-πράσινες εγγραφές αριθμών στα καντράν των κομπιούτερς, που τα χειρίζονται ψυχρά κι αγέλαστα golden boys αντί για πολυβολητές.

Τσακίζει λαούς, κατ’ εξοχήν τον Ελληνικό, τιμωρητικά και βάναυσα με την πουριτανική όσο και ιησουΐτικη κατηγορία ότι έζησε πέρα από τις δυνατότητές του τα τελευταία 20-30 χρόνια, κολυμπώντας στην κατανάλωση και στην καλοπέραση, ζώντας με δανεικά. Ξεχνώντας όμως πως τα δανεικά μάς τα έδιναν «αποπλανητικά». Για να επιστρέψουν πίσω στους τοκογλύφους με τα είδη της βιομηχανίας τους που αγοράζαμε, με τα υπερτιμολογημένα και χοντρομιζαρισμένα εξοπλιστικά προγράμματα που παραγγέλναμε, με τον τόκο και με την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας. Έτσι μας έβαλαν στο «λούκι». Και ενώ θα περίμενε κανείς τις σάλπιγγες της επανάστασης και της απελευθέρωσης να ηχούν από παντού, «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει» κυρίως στα προάστια με τείχη που εξασφαλίζουν την απομονωτική «ειρήνη» των νεοφεουδαρχών (όπως έδειξε η κινηματογραφική ταινία Colony πριν από χρόνια). Οι πιο αναιδείς με τους εν Ελλάδι πεμπτοφαλαγγίτες-παπαγαλάκια μιλούν ή τσιρίζουν για pacta sunt servanda, όταν όλοι οι νόμοι και όλα τα δίκαια αποκλείουν την τήρηση των συμβάσεων όταν αυτές είναι καταφανώς άδικες, καταχρηστικές και ειδεχθείς.

Όχι, δεν έκαναν λάθος όταν έκαναν την αποπλάνηση ενός προδομένου από την ηγεσία του λαού με την υποβολιμαία και αφειδή χορήγηση δανείων. Έγκλημα εκ προμελέτης έκαναν, οι τοκογλύφοι μετά των πολιτικών οργάνων τους. Όχι, δεν έκαναν (το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Κομισιόν) λάθος στα δήθεν προγράμματα σωτηρίας (2010-2014). Κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων εξόντωσης ενός λαού έκαναν. Οικονομικά Νταχάου και Άουσβιτς και Μαουτχάουζεν έκτιζαν. Όχι, δεν είναι θέμα διαπραγμάτευσης και ανανέωσης των συμβάσεων και των όρων χρηματοδότησης των μελλοθανάτων. Είναι θέμα νομιμοποίησης. Ποιός νομιμοποιείται – παρά μόνον ένας δολοφόνος εκ προμελέτης – να υπογράψει τον θάνατο ενός λαού και την εξαφάνιση ενός έθνους;

«Δεν έχουμε άλλο αίμα να δώσουμε» παιανίζει ο αιώνιος σαλπιγκτής της ελευθερίας και της εθνικής αξιοπρέπειας Μανώλης Γλέζος. Μόνον αυτό το σάλπισμα πρέπει να αγγίζει την καρδιά μας. Μας είχαν εμάς του Έλληνες το 41-44 σκοτώσει, λεηλατήσει, κατακρεουργήσει, δηώσει, κάψει τα χωριά μας, αρπάξει το χρυσό μας και τα αγαθά μας και τα μετρητά μας – ενώ εμείς πεθαίναμε από την πείνα – γιατί ήμασταν νικητές το 40-41 και απροσκύνητοι. Και ποτέ δεν δικάστηκαν οι εγκληματίες πολέμου για τα εγκλήματα σε βάρος της Ελλάδας. Στο Πότσδαμ (26 χιλιόμετρα από το Βερολίνο) τον Αύγουστο του 1945, οι νικητές επέβαλαν κανόνες και όρους στην ηττηθείσα και υπαίτια του πολέμου χώρα. Το 1953, μόλις 8 χρόνια μετά, οι ίδιοι νικητές στο Λονδίνο, ελύτρωναν την ηττηθείσα Γερμανία και την επροίκιζαν με διαγραφή 50% του χρέους, με περίοδο χάριτος, με ρήτρα ανάπτυξης και με όλα τα… καλά του Θεού, εις ένδειξιν τάχα ευγνωμοσύνης για τον πόλεμο!!!

Ο Τομά Πικετί ήρεμα, σοφά και με τη δύναμη του επιχειρήματος συντρίβει τα τείχη της σύγχρονης Ιεριχούς (Βερολίνου) λέγοντας: «Οι νέοι της Ελλάδας πρέπει άραγε να θεωρούνται περισσότερο υπεύθυνοι για τα λάθη που διαπράχθηκαν στο παρελθόν απ’ ότι οι Γερμανοί το 1953; Γιατί να αρνηθούμε στους Έλληνες αυτό που προσφέραμε στους Γερμανούς;». Από τότε μέχρι και σήμερα ο μεθυσμένος και καλά δομημένος, σε συμμαχίες, τραστ και καρτέλ, γερμανικός καπιταλισμός – γιατί περί αυτού πρόκειται εξειδικευμένα – ξεσάλωσε τελείως. Και πέτυχε τον ευρωπαϊκό του ηγεμονισμό. Κάνοντας καλή (τοκογλυφική) χρήση των χρεών των φτωχών και αφήνοντας ανεξόφλητα τα δικά του. Ας λεχθεί εν υποσημειώσει, πως η Γερμανία χρωστάει, πρωταθλήτρια γαρ στην Ευρωζώνη, πάνω από 2 τρισ. ευρώ. Για την ακρίβεια 2,17 τρισ. είναι το δημόσιο χρέος της! Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δεχθεί ως λογικό το γεγονός ότι κάθε τρεις και λίγο οι δυνατοί της Ευρώπης και ταυτόχρονα οι πιο υπερχρεωμένοι (Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία και Γαλλία) συνεπικουρούμενοι και από το ΔΝΤ να συνέρχονται για να δικάσουν τον μεγάλο «ένοχο οφειλέτη», την Ελλάδα;

Με χαροποιεί το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) αντιστέκεται και δείχνει ότι ενστερνίζεται τις παραπάνω σκέψεις του γράφοντος ελεύθερου σκοπευτή-στοχαστή. Με λυπεί το φαινόμενο της κομματικής μικροψυχίας των διαφόρων τσομπανόσκυλων του μεθυσμένου γερμανικού καπιταλισμού που με απέραντη θρασύτητα γίνονται δικολάβοι της κακιάς ώρας, ασκώντας αντιπολίτευση και κοπτόμενοι υπέρ των «δύστυχων Σάϋλωκ» που κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους και τους τόκους τους. Είναι άξιοι οικτιρμού και λοιδορίας. Τέλος, να συνειδητοποιηθεί το γεγονός ότι ο μεθυσμένος καπιταλισμός εγχώριος, εξωχώριος και παγκόσμιος δεν είναι συμβατός με τη δημοκρατία και τους ελεύθερους λαούς. Ας καθορίσουμε όλοι τη θέση μας ενώπιον της Ιστορίας. Αυτές τις κρίσιμες ώρες.–

Β.Γ.Π.
26.V.15